συσπουδαστής

συσπουδαστής
ο, ΝΜ, και θηλ. συσπουδάστρια Ν [συσπουδάζω]
νεοελλ.
αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλους, συμμαθητής ή συμφοιτητής
μσν.
αυτός που προθυμοποιείται μαζί με άλλον για την εκτέλεση ενός έργου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συσπουδαστής — ο θηλ. άστρια αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλον, συμφοιτητής, συμμαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφιλόλογος — ὁ, Α συσπουδαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλόλογος «αυτός που σπουδάζει τη φιλολογία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”